Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται στο κάτω μέρος του τραχήλου, μπροστά από την τραχεία και κάτω από τον λάρυγγα. Παράγει τρεις ορμόνες, την τριιωδοθυρονίνη (Τ3), τη θυροξίνη (Τ4) και την καλσιτονίνη. Για τη σύνθεσή τους απαραίτητη είναι η παρουσία του ιωδίου στη λήψη των τροφών.
Ο ρόλος του θυρεοειδούς αδένα είναι κομβικός, καθώς είναι ο «μαέστρος» που μεριμνά για να λειτουργούν τα όργανα σε απόλυτη αρμονία και συμφωνία. Οταν όμως δυσλειτουργεί, προκαλεί μια αλυσίδα σοβαρών συμπτωμάτων δυσχεραίνοντας την καθημερινότητα του ασθενούς.
Ο καθηγητής Χειρουργικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Κωνσταντίνος Κόντζογλου, γράφει στο ένθετο «Υγεία» για τις λειτουργίες του θυρεοειδούς αδένα, τα αίτια της θυρεοειδοπάθειας, τη συμπτωματολογία αλλά και τους θεραπευτικούς τρόπους αντιμετώπισής της.
Θυρεοειδής ο «ρυθμιστής»
Οι θυρεοειδικές αυτές ορμόνες βοηθούν στη μετατροπή του οξυγόνου και των θερμίδων σε ενέργεια, καθιστώντας τον θυρεοειδή τον κύριο αδένα του μεταβολισμού. Είναι επίσης απαραίτητες για την καλή λειτουργία και άλλων οργάνων ή συστημάτων του σώματός μας, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς, του εγκεφάλου, του δέρματος, των εντέρων και της θερμοκρασίας. Η καλσιτονίνη βοηθά στον μεταβολισμό του ασβεστίου.
Ο θυρεοειδής αδένας μπορεί να γίνει υπερλειτουργικός (υπερθυρεοειδισμός) ή υπολειτουργικός (υποθυρεοειδισμός) ή να αναπτύξει όζους (οζώδη βρογχοκήλη). Στις παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα περιλαμβάνονται επίσης η θυρεοειδίτιδα, η βρογχοκήλη (διόγκωση του αδένα) και ο καρκίνος.
Γιατί απορρυθμίζεται…Τα αίτια της θυρεοειδοπάθειας μπορεί να είναι:
– Η έλλειψη ιωδίου.
– Η υπερβολική κατανάλωση σόγιας μπορεί να βλάψει τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια.
– Το κάπνισμα.
– Η αυξημένη περιεκτικότητα του νερού σε χλώριο μπορεί να μειώσει το πολύ απαραίτητο ιώδιο.
– Η συσσώρευση φθορίου στον ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον θυρεοειδή εμποδίζοντας τη χρήση ιωδίου.
– Τα φυτοφάρμακα (όπως η σουμεθρίνη και η ρεσμεθρίνη) υπόκεινται σε σημαντική κριτική για τις αρνητικές χρόνιες επιδράσεις τους στον θυρεοειδή.
– Το οικογενειακό ιστορικό ασθένειας του θυρεοειδούς.
– Η ακτινοβολία είναι γνωστό ότι προκαλεί βλάβη στον θυρεοειδή και πρέπει πάντα ο λαιμός των ασθενών να προστατεύεται.
– Το άγχος.
– Η εγκυμοσύνη. Εκτιμάται ότι περίπου το 5%-10% όλων των εγκύων θα αποκτήσουν θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό.
– Η εμμηνόπαυση.
Οι εξετάσεις αίματος που οδηγούν στη διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού και του υποθυρεοειδισμού είναι η μέτρηση των επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα, Τ3, Τ4 καθώς και της ορμόνη διέγερσης του θυρεοειδούς (TSH), η οποία απελευθερώνεται από την υπόφυση και ενεργοποιεί τον θυρεοειδή αδένα. Υψηλά επίπεδα TSH σημαίνει υποθυρεοειδισμό. Το αντίστροφο ισχύει για τον υπερθυρεοειδισμό, όπου η TSH είναι κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα και τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών είναι υψηλά. Ενας από τους σπάνιους τύπους καρκίνου του θυρεοειδούς (μυελοειδής) μπορεί να διαγνωστεί με μέτρηση στο αίμα της ορμόνης καλσιτονίνη.
Συμπτώματα και θεραπείες
Με τον όρο βρογχοκήλη εννοούμε κάθε διόγκωση του θυρεοειδούς που μπορεί ή όχι να συνοδεύεται από υπέρ ή υπό λειτουργία του αδένα. Με λίγα λόγια, ο όρος βρογχοκήλη έχει να κάνει με την ανατομική κατάσταση του θυρεοειδούς και όχι με τη λειτουργική του κατάσταση. Το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς μάς παρέχουν πολλές πληροφορίες για την ανατομική κατάσταση του αδένα.
Ο υπερθυρεοειδισμός προσβάλλει συχνότερα γυναίκες. Οχι σπάνια μπορεί να υπάρχει χωρίς κανένα σύμπτωμα ή να προκαλεί ελαφρά συμπτώματα τα οποία τις περισσότερες φορές δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά όχι μόνο από τον ασθενή αλλά και από το γιατρό.
Σε πιο σοβαρές καταστάσεις το άτομο παραπονείται για νευρικότητα, ευσυγκινησία, μυϊκή αδυναμία και εύκολη κόπωση, αϋπνίες, ταχυκαρδία και εύκολο λαχάνιασμα ή καρδιακές αρρυθμίες που ο ασθενής τις περιγράφει σαν προκάρδιους κτύπους και σταμάτημα της ανάσας. Ο ασθενής έχει εξάψεις και δεν ανέχεται τη ζέστη, η όρεξή του είναι αυξημένη και ενώ τρώει συνήθως πολύ, χάνει βάρος και αδυνατίζει, δεν είναι δε σπάνιες και οι διάρροιες. Υπάρχει τρόμος των χεριών και ιδιαίτερα των δακτύλων όταν τα δάκτυλα βρίσκονται σε υπερέκταση (τεντωμένα), ενώ οι παλάμες τους συνήθως είναι ζεστές και μόνιμα ιδρωμένες.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού γίνεται είτε με τη χορήγηση ειδικών αντιθυρεοειδικών φαρμάκων είτε με τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου που έχει την ικανότητα να καίει τον υπερλειτουργούντα θυρεοειδή είτε τέλος με χειρουργική αφαίρεση τμήματος ή και ολόκληρου του θυρεοειδούς.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλ. να οφείλεται σε βλάβη του ίδιου του θυρεοειδούς, είτε δευτεροπαθής, να οφείλεται δηλ. σε βλάβη της υπόφυσης.
Αίτια πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισμού μπορεί να είναι η αγενεσία του θυρεοειδούς, οι διαταραχές στη σύνθεση των ορμονών που συνήθως είναι εκ γενετής, η ελλιπής πρόσληψη ιωδίου με τις τροφές μας, η καταστροφή του θυρεοειδούς με ραδιενεργό ιώδιο ή η αφαίρεσή του για ιατρικούς λόγους, διάφορες φλεγμονές που προσβάλλουν τον θυρεοειδή, καθώς και η λήψη μερικών φαρμάκων που παραβλάπτουν τον θυρεοειδή.
Στους ενηλίκους η νόσος επικρατεί συνήθως στις γυναίκες (6/1). Εκδηλώνεται με σωματική και πνευματική νωθρότητα, με μεγάλη ευαισθησία στο κρύο, με δυσκοιλιότητα, με αύξηση του βάρους και με δέρμα ξηρό και άγριο. Σε προχωρημένα στάδια το πρόσωπο παίρνει μια χαρακτηριστική όψη: είναι ωχρό, με αύξηση του λίπους, πρήξιμο των βλεφάρων, ξερά μαλλιά και αραιά φρύδια, γλώσσα παχιά και μεγάλη, βραχνή και αργή φωνή.
Διάγνωση
Στα παιδιά η νόσος όχι σπάνια δεν διαγιγνώσκεται έγκαιρα, με αποτέλεσμα το τίμημα της σωματικής και πνευματικής καθυστέρησης του παιδιού να είναι πολύ μεγάλο. Τα βρέφη που γεννιούνται με υποθυρεοειδισμό στην αρχή μπορεί να είναι φυσιολογικά, αργότερα όμως γίνεται αντιληπτό ότι το παιδί είναι υπερβολικά ήσυχο, κοιμάται πολύ, είναι δυσκοίλιο, έχει μεγάλη γλώσσα που βγαίνει έξω από το στόμα, έχει δέρμα παχύ και κρύο, το κλάμα του είναι βραχνό και τραχύ και οι κινήσεις του γενικά είναι πολύ αργές, ενώ όχι σπάνια ο αφαλός του προέχει (ομφαλοκήλη).
Για τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού ο προσδιορισμός των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοτρόπου ορμόνης σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς είναι συνήθως αρκετά.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού συνίσταται στη χορήγηση από το στόμα υπό μορφή χαπιού της ορμόνης που λείπει. Εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού είναι ότι το χάπι που παίρνει δεν είναι φάρμακο, αλλά απαραίτητο συστατικό του οργανισμού του, που έτσι και αλλιώς δεν έχει την ικανότητα να παράγει. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στον βρεφικό και παιδικό υποθυρεοειδισμό, όπου η διακοπή της θεραπείας μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες στη σωματική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού.
tanea.gr