Μύθοι και πραγματικότητες για τα αντιβηχικά

Ο βήχας είναι ένα από τα συχνότερα συμπτώματα τα οποία ταλαιπωρούν και αρκετές φορές οδηγούν έναν ασθενή στο φαρμακείο (κυρίως) ή σε κάποιον γιατρό(σπανιότερα). Τα περισσότερα επεισόδια βήχα είναι παροδικά, δηλαδή θα διαρκέσουν για μικρό χρονικό διάστημα και θα υποχωρήσουν. Ωστόσο, ο βήχας παρατεταμένης διάρκειας μπορεί να οδηγήσει στη χρήση κάποιου εγκεκριμένου φαρμάκου για την αντιμετώπισή του. Οι πιο συχνά χορηγούμενες φαρμακευτικές ουσίες για την αντιμετώπιση του βήχα δρουν είτε στο κέντρο του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τον βήχα [πχ η δεξτρομεθορφάνη, η βουταμιράτη (Sinecod), η πεντοξυβερίνη (Tuclase) και η κωδεΐνη (Sival-B)], είτε περιφερικά στους πνεύμονες [π.χ. λεβοδροπροπιζίνη (Levotuss)], είτε λειτουργούν διευκολύνοντας την ρευστοποίηση των βρογχικών εκκρίσεων [αποχρεμπτικά π.χ. ακετυλοκυστεΐνη (Trebon-N), αμβροξόλη (Mucosolvan), βρωμεξίνη (Bisolvon), καρβοκυστεΐνη (Mucothiol)]. Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι παράγοντες συνήθως συνιστώνται, τα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους προέρχονται από μικρές μελέτες με ασθενείς μεθοδολογίες που πραγματοποιήθηκαν πολλά χρόνια πριν. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας έχουν αντικρουόμενα αποτελέσματα.

Οι μελέτες που περιλαμβάνουν τη χρήση της δεξτρομεθορφάνης σε παιδιά δεν έχουν καταγράψει καμία κλινικώς σημαντική διαφορά στα συμπτώματα του βήχα σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Αυτή η έλλειψη αποτελέσματος δεν επηρεάζεται από τη δόση, όπως αποδεικνύεται από μελέτες υψηλότερων δόσεων δεξτρομεθορφάνης. Σε ενήλικες ασθενείς με λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού επίσης δεν έχει διαπιστωθεί επιπλέον όφελος από τη χρήση δεξτρομεθορφάνης ή κωδεΐνης. Μία παλιότερη μελέτη κατέληξε ότι η δεξτρομεθορφάνη μπορεί να είναι μια καλύτερη εναλλακτική λύση από την κωδεΐνη. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα αντιβηχικά με κεντρική δράση. Σε αντίθεση με τη δεξτρομεθορφάνη, υπάρχουν κάποια στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι τα αποχρεμπτικά μπορεί να μειώνουν την ποσότητα και το πάχος των πτυέλων. Η αποτελεσματικότητά τους ως προς την συνδρομή τους στην παρέλευση της κύριας νόσου (πχ χρόνια πνευμονοπάθεια, πνευμονία) αμφισβητείται έντονα.

Δημοφιλείς μη φαρμακολογικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν τη δημιουργία ατμών (π.χ. μενθόλη) και το μέλι. Η μενθόλη είναι ένα ήπιο αναισθητικό που παρέχει μια αίσθηση δροσιάς όταν χρησιμοποιείται ως σταγόνες για τον βήχα. Πρόσφατες μελέτες έχουν επικεντρωθεί σε ασθενείς που εισπνέουν εξατμιζόμενα διαλύματα μενθόλης που δείχνουν ότι η εισπνοή μενθόλης μπορεί να ελαττώσει τον βήχα. Αντιθέτως, τα συχνά χρησιμοποιούμενα προϊόντα μενθόλης σε μορφή παστίλιας, αλοιφής ή κρέμας δεν έχουν μελετηθεί. Το μέλι μπορεί να καταπραΰνει τον βήχα. Σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές διαπιστώθηκε ότι το μέλι ήταν αποτελεσματικότερο από το εικονικό φάρμακο στη μείωση των συμπτωμάτων του βήχα. Επί του παρόντος, τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ ή κατά της χρήσης του μελιού για τους ασθενείς με βήχα είναι επίσης περιορισμένη. Το μέλι ή τυχόν προϊόντα που περιέχουν μέλι δε συνιστάται σε βρέφη μικρότερα του 1 έτους, επειδή υπάρχει υψηλότερος κίνδυνο για αλλαντίαση σε αυτό τον πληθυσμό. Άλλες μη φαρμακολογικές προτάσεις για την καταπολέμηση του βήχα περιλαμβάνουν την ενυδάτωση και τη χρήση υγραντήρων.

Συμπερασματικά, τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των κατασταλτικών του βήχα, για τη μείωση της συχνότητας ή της διάρκειάς του είναι ελλειπή. Είναι σημαντικό λοιπόν να ενημερώνονται οι ασθενείς ότι τα περισσότερα επεισόδια βήχα θα υποχωρήσουν σε μια-δυο εβδομάδες. Ο βήχας που περιλαμβάνει παχύ κίτρινο ή πράσινο φλέγμα ή αίμα, ακούσια απώλεια βάρους, πυρετό >38° C, νυχτερινή εφίδρωση, ή όταν συνυπάρχουν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα (π.χ. χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιακή ή νεφρική ανεπάρκεια, ανοσοκαταστολή), ή o βήχας διαρκεί περισσότερο ή επιδεινώνεται μετά από 7 ημέρες θεραπείας, θα πρέπει να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια.

medscape.org